Δημιουργησαμε μια λιστα με τις συχνες ερωτησεις και απαντησεις που πιθανως εχετε :

Το νομικό πλαίσιο περιγράφεται στο Νόμο 4039, ΦΕΚ Α’ 15/02/02/2012 και στις μετέπειτα τροποποιήσεις του. Το Κτηνιατρικό Κέντρο Χαροκόπου μπορεί να σας προμηθεύσει όλο το επικαιροποιημένο νομικό πλαίσιο και να απαντήσει στις απορίες σας.

Το εμβολιακό πρόγραμμα προσαρμόζεται ανάλογα με τον κίνδυνο έκθεσης του ζώου σε μολυσμένο περιβάλλον, με την ηλικία του, με την ύπαρξη εγκυμοσύνης, με τη γενική κατάσταση της υγείας του, με την ενδεχόμενη θεραπεία του, με την παρατήρηση αναφυλακτικής αντίδρασης, ή άλλων μετεμβολιακών επιπλοκών. Δεδομένου, πως οι παραπάνω συνθήκες δύναται να μεταβάλλονται, δύναται να αναπροσαρμόζεται και ανά περίπτωση η εμβολιακή στρατηγική. Πριν από κάθε εμβολιασμό προηγείται εκτίμηση της κλινικής εικόνας και της γενικής κατάστασης της υγείας των ζώων και γι’ αυτό η επιλογή του εμβολιακού προγράμματος γίνεται μόνο από κτηνίατρο. Το εμβολιακό πρόγραμμα είναι πάντα εξατομικευμένο και δεν μπορεί να γενικεύεται για όλα τα ζώα.

Μόνο ο κλινικός κτηνίατρος είναι αυτός, που θα αποφασίσει, τη διαχείριση κάθε περιστατικού κνησμώδους δερματοπάθειας. Οι ιδιοκτήτες θα πρέπει να αποφεύγουν την προμήθεια σαμπουάν ή άλλων σκευασμάτων (πχ. αντιπαρασιτικών, ή αλοιφών) από pet shop, χωρίς προηγουμένως να έχουν συμβουλευτεί τον κτηνίατρό τους. Το ξύσιμο του δέρματος (κνησμός) μπορεί να οφείλεται σε πολλά και εντελώς διαφορετικά αίτια, τα οποία δύναται να συνυπάρχουν. Οι κνησμώδεις δερματοπάθειες μπορεί να οφείλονται σε βακτήρια, μύκητες, παράσιτα, περιβαλλοντικά αίτια, αλλεργίες, ψυχογενή αίτια, ενώ οι περισσότερες μη κνησμώδεις δερματοπάθειες μπορούν να επιπλακούν από βακτήρια (πχ. από σταφυλόκοκκο) ή/και μύκητες και να γίνουν κνησμώδεις. Γι’ αυτό και η  θεραπευτική αντιμετώπιση του «ξυσίματος» δεν είναι ίδια σε κάθε σκύλο. Συχνά, σκύλοι, των οποίων οι ιδιοκτήτες θεωρούν πως έχουν αλλεργία δεν είναι απλά σωστά αποπαρασιτωμένοι, ενώ επίσης συχνά σε αλλεργικά ζώα είναι δύσκολο να πειστούν οι ιδιοκτήτες για την ανάγκη χορήγησης ειδικής αναλλεργικής δίαιτας, προκειμένου να ελεγχθεί το ενδεχόμενο της ύπαρξης (ή συνύπαρξης) τροφικής αλλεργίας. Τέλος, είναι σημαντικό, οι ιδιοκτήτες να γνωρίζουν πως μία δερματοπάθεια, ιδιαίτερα στα ενήλικα ζώα, μπορεί να συνδέεται με παθολογικά αίτια, που δεν εντοπίζονται στο δέρμα, όπως πχ. με ορμονικά αίτια, ή με νεοπλάσματα, οπότε στην περίπτωση αυτή θα απαιτηθούν για τη διάγνωση και αιματολογικές, πιθανά και απεικονιστικές εξετάσεις.

Μόνο ο κλινικός κτηνίατρος είναι αυτός, που θα αποφασίσει, τη διαχείριση κάθε περιστατικού κνησμώδους δερματοπάθειας. Οι ιδιοκτήτες θα πρέπει να αποφεύγουν την προμήθεια σαμπουάν ή άλλων σκευασμάτων (πχ. αντιπαρασιτικών, ή αλοιφών) από pet shop, χωρίς προηγουμένως να έχουν συμβουλευτεί τον κτηνίατρό τους. Το ξύσιμο του δέρματος (κνησμός) μπορεί να οφείλεται σε πολλά και εντελώς διαφορετικά αίτια, τα οποία δύναται να συνυπάρχουν. Οι κνησμώδεις δερματοπάθειες μπορεί να οφείλονται σε βακτήρια, μύκητες, παράσιτα, περιβαλλοντικά αίτια, αλλεργίες, ψυχογενή αίτια, ενώ οι περισσότερες μη κνησμώδεις δερματοπάθειες μπορούν να επιπλακούν από βακτήρια (πχ. από σταφυλόκοκκο) ή/και μύκητες και να γίνουν κνησμώδεις. Γι’ αυτό και η  θεραπευτική αντιμετώπιση του «ξυσίματος» δεν είναι ίδια σε κάθε σκύλο. Συχνά, γάτες, των οποίων οι ιδιοκτήτες θεωρούν πως έχουν αλλεργία δεν είναι απλά σωστά αποπαρασιτωμένες, ενώ επίσης συχνά σε αλλεργικά ζώα είναι δύσκολο να πειστούν οι ιδιοκτήτες για την ανάγκη χορήγησης ειδικής αναλλεργικής δίαιτας, προκειμένου να ελεγχθεί το ενδεχόμενο της ύπαρξης (ή συνύπαρξης) τροφικής αλλεργίας. Τέλος, είναι σημαντικό, οι ιδιοκτήτες να γνωρίζουν πως μία δερματοπάθεια, ιδιαίτερα στα ενήλικα ζώα, μπορεί να συνδέεται με παθολογικά αίτια, που δεν εντοπίζονται στο δέρμα, όπως πχ. με ορμονικά αίτια, ή με νεοπλάσματα, οπότε στην περίπτωση αυτή θα απαιτηθούν για τη διάγνωση και αιματολογικές, πιθανά και απεικονιστικές εξετάσεις.

Η λεϊσμανίωση είναι μία από τις συχνότερες νόσους του σκύλου. Η εκδήλωσή της οφείλεται στη μεταβολή της απόκρισης του ανοσοποιητικού συστήματος του σκύλου, στον τρόπο με τον οποίο προσπαθεί να εξολοθρεύσει το παράσιτο, όταν αυτό εισβάλει στον οργανισμό του, έπειτα από το τσίμπημα μολυσμένου με το παράσιτο φλεβοτόμου (μοιάζει με σκνίπα). Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει μεγάλη πρόοδος στην κατανόηση της νόσου και έχουν γίνει σημαντικές μεταβολές στον τρόπο αντιμετώπισής της. Η νόσος δεν εκδηλώνεται με χαρακτηριστική συμπτωματολογία. Ενδεικτικά αναφέρονται κάποια καταγεγραμμένα συμπτώματα: ανορεξία, απώλεια βάρους, κατάπτωση, εύκολη κόπωση, διόγκωση λεμφαδένων, συμπτώματα από το ουροποιητικό, κολίτιδα, επιπεφυκίτιδα, αποφολιδωτική δερματίτιδα («πυτιρίδα»), έλκη στο δέρμα, κλπ. Ακριβώς επειδή δεν υπάρχουν χαρακτηριστικά συμπτώματα της νόσου και η συχνότητα εμφάνισής της είναι πολύ μεγάλη συστήνεται από τους κτηνιάτρους ο προληπτικός ετήσιος έλεγχος των σκύλων. Τα αποτελέσματα της αιματολογικής εξέτασης μπορεί σε αρκετές περιπτώσεις να παραπλανήσουν (δύναται να είναι αρνητικά σε ζώα με τη νόσο), οπότε πάντα γίνεται κλινική συνεκτίμηση, ενώ μπορεί ο κτηνίατρος να προβεί και σε συμπληρωματικό έλεγχο (πχ. λαμβάνοντας δείγμα από λεμφογάγγλιο), ή να συστήσει επανεξέταση μετά από λίγους μήνες.  Στην πραγματικότητα η συντριπτική πλειοψηφία των σκύλων έχει τσιμπηθεί από μολυσμένο με Leismania spp. φλεβοτόμο, ωστόσο, δεν εκδηλώνει νόσο. Έχει πλέον καταδειχθεί επιστημονικά η σημασία του ελέγχου, για άλλα υποκείμενα παθολογικά αίτια (πχ. ερλιχίωση, ή άλλα παράσιτα, που μεταδίδονται από τσιμπούρια, ορμονικές παθήσεις, νεοπλάσματα, κλπ), που οδηγούν σε ανοσοκαταστολή του ζώου, αλλαγή της ανοσολογικής του απόκρισης στην εξουδετέρωση της Leismania spp. και εκδήλωση της νόσου της λεϊσμανίωσης. Η αντιμετώπιση των άλλων παθολογικών αιτιών, που οδήγησαν στην ανοσοκαταστολή του ζώου είναι ουσιώδους σημασίας, για τον έλεγχο της λεϊσμανίωσης. Σε αυτό το πλαίσιο, μεταβλήθηκαν και τα πρωτόκολλα θεραπευτικής αντιμετώπισης του νοσήματος, τα οποία στοχεύουν πλέον περισσότερο στην ανοσοενίσχυση των ζώων. Ακρογωνιαίο λίθο για τον περιορισμό της νόσου στον πληθυσμό των σκύλων αποτελεί η μείωση του αριθμού των εντόμων (φλεβοτόμων) φορέων (τα έντομα μολύνονται όταν τσιμπούν μολυσμένους σκύλους). Γι’ αυτό η χρήση εντομοαπωθητικών σπρέυ και περιλαίμιων είναι επιβεβλημένη σε όλους τους σκύλους. Οι αμπούλες και τα χάπια περιέχουν εντομοκτόνα, που τελικά περνούν στο αίμα των σκύλων και θανατώνουν τα εξωπαράσιτα, ενώ αυτά γευματίζουν το αίμα του ζώου. Στο εμπόριο κυκλοφορούν και εμβόλια τα οποία έχουν μία αποτελεσματικότητα της τάξης του 60%-70%  και ενισχύουν την ανοσολογική ανταπόκριση των ζώων. Αυτά επαναλαμβάνονται 1 φορά το χρόνο και εμβολιάζονται μόνο αρνητικά στον αιματολογικό έλεγχο και κλινικά υγιή ζώα. Επειδή ο εμβολιασμός δεν εξασφαλίζει πλήρη προστασία, οι ιδιοκτήτες πρέπει να γνωρίζουν, πως θα πρέπει να εφαρμόζουν κανονικά τις αμπούλες, τα περιλαίμια και τα εντομοαπωθητικά σπρέυ.

Τα εξωπαράσιτα (ψύλλους, φλεβοτόμους, ψώρες, κλπ.), όπως και τα ενδοπαράστικα (σκουλήκια του εντέρου) τα μεταφέρουν συχνά οι ιδιοκτήτες στο σπίτι με τα παπούτσια (από το δρόμο), ή με τα ρούχα τους (περνώντας πχ. από χόρτα), ή με τα χέρια τους (έπειτα από επαφή με αδέσποτα). Γι’ αυτό η αποπαρασίτωση είναι επιβεβλημένη και στα ζώα αυτά. Το πρόγραμμα αποπαρασίτωσης, που θα ακολουθηθεί, στις περιπτώσεις αυτές, επιλέγεται από τον κτηνίατρο.

Μία ωτίτιδα μπορεί να οφείλεται σε πολλά αίτια, όπως παράσιτα, ξένα σώματα (άγανα), αλλεργίες, διαταραχές στην επιδερμίδα του ακουστικού πόρου, λόγω παθολογικών αιτίων, που δεν εντοπίζονται στο αυτί, αυτοάνοσα νοσήματα, τραύματα, μάζες (πχ. πολύποδες), κλπ.  Οι αρχικές φλεγμονές του αυτιού επιπλέκονται σχεδόν πάντα από μικρόβια (κάποια από αυτά ανήκουν στη φυσιολογική χλωρίδα) και μετατρέπονται σε επίμονες και σοβαρές ωτίτιδες, που μπορεί να επεκτείνονται και στο μέσω και στο έσω ους. Οι χρόνιες ωτίτιδες απαιτούν μακροχρόνια θεραπεία με συχνές (εβδομαδιαίες συχνά) επανεξετάσεις, ενώ μπορεί να απαιτείται και χειρουργική πλύση του ακουστικού πόρου, η οποία γίνεται έπειτα από γενική αναισθησία και διασωλήνωση του ζώου. Είναι σημαντικό η θεραπεία να μη διακόπτεται πρόωρα (πχ. όταν τα ζώα σταματήσουν να ξύνουν τα αυτιά).